ὁλοκαρπωθήσονται

ὁλοκαρπωθήσονται
ὁλοκαρπόομαι
to be offered as a whole burnt-offering
fut ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολοκαρπώ — ὁλοκαρπῶ, όω (Α) [ολόκαρπος] 1. προσφέρω πλήρη θυσία 2. παθ. όλοκαρποῡμαι, όομαι (για θυσία που γίνεται στους θεούς ή στον θεό) προσφέρομαι ολόκληρος («θυσίαι αὐτοῡ ὁλοκαρπωθήσονται καθημέραν ἐνδελεχῶς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”